Γεια σας. Είμαι ο Γιάννης, η Μαρία, ο Θωμάς, ο Πέτρος, η Ελένη, η Αφροδίτη, ο Νίκος, η…. και είμαι ψυχαναγκαστικός/η υπερφάγος. Είμαι άνδρας, γυναίκα. Είμαι ετεροφυλόφιλος/η, ομοφυλόφιλος/η, αμφίφυλος/η. Είμαι μία ανθρώπινη ύπαρξη. στην οποίο το πολύ φαγητό και το λίγο φαγητό παίζει τον κεντρικό ρόλο στη ζωή μου. Δηλαδή, στο κέντρο της ζωής μου το πολύ ή λίγο φαγητό και γύρω από το φαγητό σαν το παιδικό τρενάκι εγώ να γυρίζω και να γυρίζω, χωρίς να μπορώ να ελευθερωθώ από τη μέγκενη αυτή.
Ένας μαγνήτης τεράστιος το φαγητό που δεν μπορώ να του ξεφύγω. Καταδίκασα τον εαυτό μου να γυρίζω γύρω-γύρω και το τέλος σε κατάσταση ύπνωσης να πέφτω με δύναμη επάνω στο μαγνήτη. Να γίνομαι ένα σώμα, μία ψυχή με το δυνάστη μου το φαγητό. Εξαιτίας του εθισμού μου αυτού καταστρέφω την ύπαρξή μου. Καταστρέφω τη ζωής μου, πονώ την ψυχή μου. Είμαι 65 ετών, 45 ετών, 55 ετών, 75 ετών, 25 ετών, 15 ετών……… Χωρίς Θεό, χωρίς σκοπό. Μόνο φαγητό, φαγητό, φαγητό. Οδηγώ και τρώω. Κάθομαι και τρώω. Τριγυρίζω στους δρόμους και τρώω. Σκέφτομαι και τρώω. Με το ένα χέρι δουλεύω και το άλλο τρώω. Κοιμάμαι και ονειρεύομαι ότι τρώω. Χαίρομαι και τρώω. Πενθώ, κλαίω και τρώω. Εξοργίζομαι, θυμώνω και τρώω. Κουράζομαι και τρώω……
Περπατώ ή μάλλον σέρνομαι κουτσαίνοντας στο δρόμο. Με τα δύο μου χέρια γεμάτα φαγητό. Το στόμα μου μπουκωμένο με φαγητό. Το σακίδιο που έχω στην πλάτη μου είναι φίσκα στο φαγητό. Το θέλω για την υπόλοιπη μέρα μου. Όταν φτάσω στο λαγούμι μου (σπίτι μου) θέλω να χορτάσω τη χοάνη (στόμα μου) με πάρα πολύ φαγητό.
Σέρνοντας το τεράστιο σώμα μου σε ένα σταυροδρόμι, κάνω δεξιά. Ο δρόμος είναι κλειστός με μία κόκκινη πλαστική κορδέλα. ¨Ένα αυτοκίνητο της πυροσβεστικής είναι σταματημένο, με το γερανό του υψωμένο στον τρίτο όροφο μία πολυκατοικίας. Κατεβάζει αργά αργά έναν πλαστικό σάκο κρεμασμένο από το γάντζο, σαν έναν τεράστιο γιγάντιο αυγό, περίπου 200 κιλών. Σταματώ με περιέργεια, κοιτάζω και σκέφτομαι “Κοίτα να δεις, τώρα η πυροσβεστική κάνει τις μεταφορές”. Στο δρόμο δεν υπάρχει ψυχή. Μόνο οι πυροσβέστες. “Μα που είναι οι ιδιοκτήτες; αναρωτιέμαι”. Πλησιάζω με γεμάτο στόμα και ρωτάω έναν πυροσβέστη τι μεταφέρουν με το γερανό. Ο πυροσβέστης, καπνίζοντας αδιάφορα και βαριεστημένα, μου λέει ότι κατεβάζουν μία γυναίκα 300 κιλών. Πέθανε μία μία εβδομάδα αλλά τώρα το κατάλαβαν οι ένοικοι της πολυκατοικίας γιατί άρχισε να μυρίζει. Πετά το τσιγάρο του στο δρόμο , το σβήνει με τη μύτη του παπουτσιού του , βγάζει μία τσίχλα από την τσέπη του και αρχίζει να μασά αδιάφορα. Ο σάκος με τη γυναίκα είναι τώρα στη ρεμούλκα του πυροσβεστικού. Το αυτοκίνητο ξεκινά με μικρή ταχύτητα στην αρχή και μετά επιταχύνει. Σε ένα λεπτό η γυναίκα και ο γερανός είναι μία μικρή κουκκίδα στο βάθος του δρόμου.
Εγώ στέκομαι στήλη άλατος, σε κατάσταση σοκ. Δίπλα μου περνάει ένα αυτοκίνητο κορνάροντας μου να κάνω στην άκρη. Από το αυτοκίνητο ακούγεται η φωνή της Άλκηστης Πρωτοψάλτη “Μη με πας απ’ το σπίτι, τ ακούς στο Θεό να με πας…” Αυτόματα αρχίζω να έχω επαφή με την πραγματικότητα. Με λούζει κρύος ιδρώτας. “Η γυναίκα! Η γυναίκα! Πού πάει; Πού την πάνε τη γυναίκα;” τραυλίζω κλαίγοντας. Δεν γνωρίζω ποια είναι,πώς τη λένε. Όμως η ψυχή μου σχίζεται σε εκατομμύρια κομμάτια. Πονώ, λυπάμαι, φοβάμαι, κλαίω. Για εμένα τη λένε Γιασεμί. Τώρα δεν υποφέρει πια. Είναι μαζί με τους αγγέλους στον Κήπο του Θεού και φροντίζει τα αιγοκλήματα και τα γιασεμιά του. “Καλό ταξίδι Γιασεμί μου. Σε αγαπώ.”
Στη μέση του δρόμου στέκομαι μες το σακίδιο στην πλάτη. Το βγάζω από την πλάτη μου. Παίρνω το πορτοφόλι μου, τα κλειδιά και το κινητό μου. Το αφήνω στην άκρη του δρόμου. Σέρνω τα βήματά μου στον ιερό των Ανώνυμων Υπερφάγων. Άλλωστε δεν έχω πού αλλού να πάω. Βλέπετε είμαι ένας/μία Ανώνυμος / Ανώνυμη Υπερφάγος σε σοβαρή υποτροπή, τη χειρότερη στη ζωή μου, που μόλις άρχισα να αναρρώνω με τη χάρη του Θεού.